φτ(ε)ιάνω

φτ(ε)ιάνω
(αόρ. έφτ(ε)ιαξα и έφτ(ε)ιασα) 1. μετ.
1) приводить в порядок, поправлять; убирать (постель);

φτ(ε)ιάν τη γραβάτα μου — поправить галстук;

φτ(ε)ιάνω τα μαλλιά μου — а) причёсываться, приводить в порядок волосы; — б) завиваться;

2) делать, изготовлять; строить, сооружать; создавать;

φτ(ε)ιάνω παπούτσια — шить ботинки;

φτ(ε)ιάνω σπίτι — строить дом;

φτ(ε)ιάνω φαΐ ( — или φαγητό) — готовить пищу;

3) заниматься (чём-л.);
τί φτειάνεις; а) чем ты занимаешься?; что ты поделываешь?, б) как поживаешь?, как дела?; § μου την έφτειαξε он меня надул, обманул; 2. αμετ. 1) поправляться; αφ' ότου παντρεύτηκε έφτειαξε со времени женитьбы он поправился; 2) исправляться; έφτειαξε ο καιρός погода исправилась;

§ τα φτ(ε)ιάνω — а) вступать в любовную связь; — б) мириться, примириться;

φτ(ε)ιάνομαι — краситься, мазаться (о женщине)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φτ(ε)ιάνω" в других словарях:

  • ἰανῶ — ἰαίνω heat fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφκ(ε)ιάνω — κακοφτ(ε)ιάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φκειάνω, διαλ. τ. τού φτειάχνω*] …   Dictionary of Greek

  • καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • κακοφτ(ε)ιάνω — 1. κατασκευάζω κάτι ελαττωματικά ή ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοφτ(ε)ιαγμένος και κακοφτ(ε)ιασμένος, η, ο κακοκαμωμένος, ελαττωματικός, δύσμορφος, ασουλούπωτος ή (για πράγμ.) αδέξια κατασκευασμένος …   Dictionary of Greek

  • ευτειάνω — εὐτειάνω (Μ) κατασκευάζω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ευθειάζω (< ευθύς), απ όπου και το φτειά(χ)νω] …   Dictionary of Greek

  • καλοφτ(ε)ιαγμένος — και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, η βλ. καλοφτ(ε)ιάνω …   Dictionary of Greek

  • μαλακτιάνω — και μαλακτιαίνω και μαλακτιαινίσκω (Μ) 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω 3. γίνομαι μαλακός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλακτιάνω < μαλακτός + κατάλ. ιάνω. Το ρ. μαλακτιαίνω < μαλακτός + κατάλ. ιαίνω (πρβλ. υγιαίνω), ενώ το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάσιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»